Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνακίας — κνακίας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνηκίας … Dictionary of Greek
κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] … Dictionary of Greek